- κακοφραδμοσύνη
- κᾰκοφρᾰδ-μοσύνη, ἡ, = foreg., Democr.273, Orph.Fr.285.41 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοφραδμοσύνη — κακοφραδμοσύνη, ἡ (Α) [κακοφράδμων] (ποιητ. λ.) κακοφραδία* … Dictionary of Greek
κακοφραδμοσύνην — κακοφραδμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφραδμοσύνῃσι — κακοφραδμοσύνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφραδμοσύνας — κακοφραδμοσύνᾱς , κακοφραδμοσύνη fem acc pl κακοφραδμοσύνᾱς , κακοφραδμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)